τάχιστ'

τάχιστ'
τάχιστα , τάχιστος
neut nom/voc/acc pl
τάχιστε , τάχιστος
masc voc sg
τάχισται , τάχιστος
fem nom/voc pl
τάχιστα , ταχύς
swift
neut nom/voc/acc pl
τάχιστε , ταχύς
swift
masc voc sg
τάχισται , ταχύς
swift
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επειδάν — ἐπειδάν (Α) (σύνδ.) 1. (για χρόνο) όταν, αφού («ταρβεῑ, ἐπειδὰν πρῶτον ἐσίζηται λόγον ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ. «ἐπειδὰν σὺ βούλῃ διαλέγεσθαι», Πλάτ.) 2. (με ευκτ. αναφορικά με μέλλοντα χρόνο) αφού («δίκην με λήψεσθαι παρ αὐτῶν, ἐπειδὰν [αντί επειδή]… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”